αραβικός

αραβικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στους Άραβες ή στην Αραβία: Ο αραβικός πολιτισμός διαδόθηκε σε αρκετές χώρες της Μ. Ανατολής και της Αφρικής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀραβικός — Arabia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραβικός — ή, ό (AM ἀραβικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στην Αραβία ή στους Άραβες ή προέρχεται από εκεί 2. (το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η Αραβική, τα Αραβικά η γλώσσα των Αράβων …   Dictionary of Greek

  • ἀραβικός — ἀ̱ραβικός , ἀραβέω rattle perf part act neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… …   Dictionary of Greek

  • Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… …   Dictionary of Greek

  • Ἀραβικά — Ἀραβικός Arabia neut nom/voc/acc pl Ἀραβικά̱ , Ἀραβικός Arabia fem nom/voc/acc dual Ἀραβικά̱ , Ἀραβικός Arabia fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀραβικῶν — Ἀραβικός Arabia fem gen pl Ἀραβικός Arabia masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀραβικόν — Ἀραβικός Arabia masc acc sg Ἀραβικός Arabia neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαχμίδες — Αραβικός ηγεμονικός οίκος. Βλ. λ. Άραβες (ιστορία της προϊσλαμικής περιόδου) …   Dictionary of Greek

  • Ἀραβικαῖς — Ἀραβικός Arabia fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”